λεσβάρχης

λεσβάρχης
λεσβάρχης, ὁ (Α)
επιγρ. ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού ιερού συμβουλίου τών Λεσβίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + -άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ-άρχης, ταγματ-άρχης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”